- δραστηριοποιώ
- δραστηριοποιώ, δραστηριοποίησα βλ. πίν. 73
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ενεργοποιώ — 1. καθιστώ κάτι ενεργό, βγάζω κάτι από την κατάσταση τής αδράνειας ή τής ηρεμίας, δραστηριοποιώ 2. μτφ. κινητοποιώ … Dictionary of Greek